πιστός

πιστός
I
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285-305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου.
II
Επίσκοπος της Αθήνας. Έζησε τον 14o αι. Αναφέρεται ότι πήρε μέρος στην A΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), που συγκλήθηκε από το Μεγάλο Κωνσταντίνο, για να πάρει μέτρα εναντίον της αίρεσης του Αρείου.
* * *
(I)
-ή, -ό / πιστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (με παθ. σημ.) αυτός στον οποίο μπορεί να έχει κανείς εμπιστοσύνη, πιστευτός, αξιόπιστος
2. (για πρόσ.) έμπιστος, ειλικρινής (α. «πιστός συνεργάτης» β. «τὸν δέ, Μενεσθῆος μεγάθυμου πιστὸν ἑταῑρον», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει διάθεση για θρησκευτική πίστη, που πιστεύει στον θεό, ευσεβής
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πιστοί
άτομα αφοσιωμένα στη θρησκεία ή στο δόγμα που ακολουθούν και, κυρίως, οι αληθινοί χριστιανοί
(νεολλ.)
1. ακλόνητος, σταθερός σε κάτι («πιστός στο καθήκον του»)
2. (για πρόσ. ή για ζώα) αφοσιωμένος (α. «πιστός σύζυγος» β. «πιστό σκυλί»)
3. ακριβής, πανομοιότυπος (α. «πιστή μετάφραση» β. «πιστό αντίγραφο»)
αρχ.
1. αληθινός, γνήσιος («πιστὸς Ἀταλάντης γόνος», Σοφ.)
2. (κυρίως για νόσο) αυτός που δύσκολα θεραπεύεται («πληγὰς μεγάλας καὶ θαυμαστὰς καὶ νόσους πονηρὰς καὶ πιστάς», ΠΔ)
3. (για πράγματα) αυτός στον οποίο μπορεί να πιστεύσει κανείς, βέβαιος, ασφαλής (α. «ταῡτα δὲ λέγων πιστά τε καὶ εἰκότα ἐδόκεε Σπαρτιήτῃσι λέγειν», Ηρόδ.
β. «πιθανὸν καὶ πιστόν», Αριστοτ.)
4. (με ενεργ. σημ.) (για πρόσ.) αυτός που πιστεύει, που έχει πεποίθηση σε κάποιον («πρὸς ταῡτα νυν θαρσῶν καθήσθω τοῑς πεδαρσίοις κτύποις πιστός», Αισχύλ.)
5. ευπειθής, υπάκουος
6. αλάθητος
7. (το αρσ. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πιστοί ή τὰ πιστά
έμπιστοι σύμβουλοι τού βασιλιά τών Περσών
8. το ουδ. ως ουσ. τo πιστόν
i) εγγύηση, ασφάλεια
ii) πίστη, πεποίθηση
9. φρ. α) «πιστὰ πιστῶν»
(στους Πέρσες) (για τους συμβούλους τού βασιλιά) εξαιρετικά πιστοί
β) «οὐκέτι πιστὰ γυναιξὶν» — δεν μπορεί κανείς να πιστέψει πλέον στις γυναίκες
γ) «βροτῶν πιστὸν οὐδέν» — καμιά πίστη δεν μπορεί να δοθεί στους ανθρώπους
δ) «οὐκ ἔχω τὴν ἐλπίδα πιστήν» — δεν έχω πια καμιά ελπίδα στην οποία να μπορώ να πιστέψω
ε) «ὑπόληψις ἡ πιστότατη» — η επιστήμη
στ) «τὰ πιστὰ ποιεῑσθαι» — η σύναψη συνθήκης με ανταλλαγή αμοιβαίων διαβεβαιώσεων και όρκων
ζ) «τὰ πιστὰ τῶν θεῶν» — οι όρκοι προς τους θεούς
η) «πιστὸν [ή πιστά] λαμβάνω καὶ δίδωμι» — παίρνω και δίνω εγγυήσεις, διαβεβαιώσεις.
επίρρ...
πιστώς / πιστῶς, ΝΜΑ, και πιστά Ν
1. με πίστη, με αξιοπιστία
2. με εμπιστοσύνη
νεοελλ.
1. με πλήρη ακρίβεια
2. με πλήρη αφοσίωση
αρχ.
1. με ειλικρίνεια
2. με ευπείθεια, υπακοή
3. πειστικά
4. με διάθεση για πίστη («τῆς ἐκείνου μαρτυρίας... πιστῶς ἀκούσεσθε», Δημοσθ.)
5. χωρίς λάθος, αλάθητα («πιστῶς κριθῆναι», Γαλ.)
6. εκκλ. ως πιστός
7. αποδεδειγμένα («πιστῶς θεῑα φαίνεσθαι γεγονέναι τὰ τοιαῡτα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *πιθ-τός < θ. πιθ- τού πείθω*, με συριστικοποίηση του -θ- πρό τού τ- (πρβλ. πίστις). Για τη σημ. του πιστός, βλ. λ. πείθω).
————————
(II)
-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο υγρός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πιστά
φάρμακα κατάλληλα για κατάποση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πῑ- του πίνω* με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πιστήρ, πίστρα, πισμός) + επίθημα -τός).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιστός — 1 liquid masc nom sg πιστός 2 to be trusted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστός — ή, ό 1. αυτός που πιστεύει κάπου, ο αφοσιωμένος, έμπιστος: Έμεινε σ όλη τη ζωή του πιστός σύντροφος της γυναίκας του. 2. ακριβής: Πιστή αντιγραφή, μετάφραση κτλ. 3. στον πληθ. ως ουσ., οι αφοσιωμένοι στο θεό, στη θρησκεία τους, οι αληθινοί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιστότερον — πιστός 1 liquid adverbial comp πιστός 1 liquid masc acc comp sg πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc comp sg πιστός 2 to be trusted adverbial comp πιστός 2 to be trusted masc acc comp sg πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτάτω — πιστός 1 liquid masc/neut nom/voc/acc superl dual πιστός 1 liquid masc/neut gen superl sg (doric aeolic) πιστός 2 to be trusted masc/neut nom/voc/acc superl dual πιστός 2 to be trusted masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτάτων — πιστός 1 liquid fem gen superl pl πιστός 1 liquid masc/neut gen superl pl πιστός 2 to be trusted fem gen superl pl πιστός 2 to be trusted masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτέρων — πιστός 1 liquid fem gen comp pl πιστός 1 liquid masc/neut gen comp pl πιστός 2 to be trusted fem gen comp pl πιστός 2 to be trusted masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστοτέρως — πιστός 1 liquid adverbial comp πιστός 1 liquid masc acc comp pl (doric) πιστός 2 to be trusted adverbial comp πιστός 2 to be trusted masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότατα — πιστός 1 liquid adverbial superl πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc superl pl πιστός 2 to be trusted adverbial superl πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστότατον — πιστός 1 liquid masc acc superl sg πιστός 1 liquid neut nom/voc/acc superl sg πιστός 2 to be trusted masc acc superl sg πιστός 2 to be trusted neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισταῖς — πιστός 1 liquid fem dat pl πιστός 2 to be trusted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”